αναζυγή

αναζυγή
ἀναζυγή, η (Α) [ἀναζεύγνυμι]
η ἀνάζευξις*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀναζυγή — fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναζυγαῖς — ἀναζυγή fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναζυγαί — ἀναζυγή fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναζυγῆς — ἀναζυγή fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναζυγήν — ἀναζυγή fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναζεύγνυμι — ἀναζεύγνυμι και νύω (ΑΜ) μσν. (για αρχηγό στρατού) γυρίζω πίσω, επιστρέφω με το στράτευμα μου αρχ. 1. (για στρατό) ζεύω πάλι τα υποζύγια, ξεκινώ, αναχωρώ 2. (για πλοία) ξεκινώ, αποπλέω 3. διαλύω, μετακομίζω το στρατόπεδο 4. φρ. «ἀναζεύγνυμι διά… …   Dictionary of Greek

  • ՉՈՒ — (ոյ, ոց.) NBH 2 0580 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 7c, 8c, 10c, 13c գ. ἅπαρσις, πορεία, ἁναζύγη discessio, discessus, profectio, iter, castrum motio, expeditio. Արմատ Չուելոյ. Ելք ի տեղւոջէն իւրովքն հանդերձ, եւ երթ այլուր.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ἀναζυγάς — ἀναζυγά̱ς , ἀναζυγή fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”